- δίπτυχο
- Κάθε αντικείμενο που διπλώνεται στα δύο. Στην ελληνική αρχαιότητα τα δ. χρησίμευαν ως πρόχειρα σημειωματάρια και ήταν κατασκευασμένα από δύο ξύλινες πινακίδες (δέλτους), που ενώνονταν με κρίκους ή ταινίες για να κλείνουν και να δένονται. Στις εσωτερικές επιφάνειες επιχρίονταν με κερί, πάνω στο οποίο χάρασσαν με τη χρήση αιχμηρού εργαλείου. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τα δ. για διάφορα δημόσια έγγραφα. Ωστόσο, μόνο στους αυτοκρατορικούς και κυρίως στους υστερορωμαϊκούς χρόνους τα αντικείμενα αυτά απέκτησαν καλλιτεχνική αξία, όταν άρχισαν να κατασκευάζονται όχι μόνο από ξύλο αλλά και από αλλά υλικά, όπως μέταλλα και ιδίως ελεφαντοστό, σε διαστάσεις περίπου 12 x 18 εκ. Είναι γνωστά διαφόρων τύπων δ. του 4ου και του 5ου αι. μ.Χ.: κώδικες αυτοκρατορικών διαταγμάτων, διοικητικά έγγραφα, λειτουργικά δ. κ.ά., με διακόσμηση ανάλογη με το αξίωμα του παραλήπτη ή τον προορισμό του δ. Κυριότερα κέντρα κατασκευής τους ήταν η Ρώμη, η Ραβένα, η Γαλατία, η Κωνσταντινούπολη, η Μικρά Ασία, η Συρία και πολλές πόλεις της χριστιανικής Αφρικής, κυρίως η Αλεξάνδρεια.
Τα πολυάριθμα δ. του 5ου και του 6ου αι. από ελεφαντοστό παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τη γλυπτική αυτής της περιόδου. Σημαντική σειρά αποτελούν τα υπατικά δ. που συνήθιζαν να δωρίζουν οι ύπατοι την ημέρα της ανάρρησής τους στους φίλους τους, στους μεγάλους κρατικούς λειτουργούς και στον αυτοκράτορα. Τη συνήθεια αυτή υιοθέτησαν αργότερα και άλλοι αξιωματούχοι. Οι εύποροι ιδιώτες προσέφεραν δ. στους συγγενείς, με την ευκαιρία σημαντικών οικογενειακών γεγονότων.
Τα υπατικά δ. παρουσίαζαν αρχικά μεμονωμένες και μετωπικές τις μορφές των υπάτων με τα εμβλήματα του αξιώματός τους στα δύο φύλλα (δ. του Πρόβου, 406 μ.Χ., μουσείο Αόστης· δ. του Βοηθίου, Μπρέσια, Χριστιανικό Μουσείο). Στο τέλος του 5ου αι. τα δ. εμπλουτίστηκαν στο κάτω μέρος με διακοσμητικές ζώνες από σκηνές κυνηγιού ή αγωνισμάτων του ιπποδρόμου, που προσέδωσαν ζωηρότητα στη σύνθεση (δ. του Βασιλείου στο Μπαρτζέλο της Φλωρεντίας· του Αναστασίου στο μουσείο του Βερολίνου).
Τα βυζαντινά δ. του 6ου αι. διατήρησαν γενικά τα ίδια χαρακτηριστικά με τα δυτικά (υπατικό δ. Ιουστινιανού, 521, Μιλάνο, Καστέλο Σφορτσέσκο· Ιουστίνου, 540, Βερολίνο, κρατικό μουσείο). Δ. που είχαν διακοσμηθεί με θρησκευτικά θέματα, με μορφές αγίων ή μαρτύρων, χρησιμοποιήθηκαν ως φορητές εικόνες ή στόλιζαν σταχώσεις Ευαγγελίων. Την εποχή της εικονομαχίας η παραγωγή δ., όπως και γενικά αντικειμένων από ελεφαντοστό, ελαττώθηκε σημαντικά για να αναζωογονηθεί και πάλι τον 9ο και τον 10ο αι., κατά τους οποίους εμφανίστηκαν αξιόλογα δείγματα, όπως το δ. του Ρωμανού (το ένα φύλλο του βρίσκεται στο Cabinet des médailles στο Παρίσι). Από τον 11o αι. τα βυζαντινά δ. άρχισαν σταδιακά να παρακμάζουν, ώσπου εξέλειψαν.
Στη δυτική Ευρώπη συνεχίστηκε κατά τη γοτθική περίοδο η κατασκευή δ., που ήταν σκαλισμένα και στις εσωτερικές επιφάνειες των φύλλων, όπως συνηθιζόταν και στο Βυζάντιο.
Εκτός από τα σκαλιστά υπάρχουν και δ. ζωγραφισμένα πάνω σε ξύλο. Αυτά ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα στη βυζαντινή και στη μεταβυζαντινή περίοδο και χρησίμευαν ως φορητές εικόνες (φύλλο δ. Μαρίας Παλαιολογίνας, μεταξύ 1367 και 1384, Μετέωρα, μονή Μεταμόρφωσης). Στον Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση, στη Δύση ζωγραφίζονταν δ. με θρησκευτικά και κοσμικά θέματα. Από τα πιο γνωστά είναι του Σιμόνε Μαρτίνι με την Παναγία και το Βρέφος και την Πιετά και το δ. του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα με τις προσωπογραφίες του Φεντερίκο ντι Μοντεφέλτρο και της Μπατίστα Σφόρτσα (Φλωρεντία, πινακοθήκη Ουφίτσι) που στην πίσω όψη του παρουσιάζει αλληγορικές σκηνές των θριάμβων του ζεύγους.
Δίπτυχο του ύπατου Βοηθίου (Χριστιανικό Μουσείο, Μπρέσια).
Dictionary of Greek. 2013.